@
Ο ιστοχώρος είναι υπό κατασκευή
γιαυτό κάποιοι σύνδεσμοι μπορεί
να μην λειτουργούν!!!
1ο ΕΠΑ. Λ. ΛΑΥΡΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ σχ. έτους 2007-08 ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΘΗΤΩΝ / ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΠΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ? Αβραμίδης Σάββας ? Αμπουελανίν Ελευθέριος ? Αποστολάκης Χρήστος ? Βάλβης Αλκιβιάδης ? Βαλκανιώτης Τηλέμαχος ? Βαραβιώτης Παναγιώτης ? Βαρυθημιάδου Χρυσούλα ? Βουτυράκης Παντελής ? Γκάγκαρης Ηλίας ? Γκίκας Μερκούριος ? Δούνης Ιωάννης ? Δρούγκας Χρήστος ? Εσέρογλου Χρυσόστομος ? Εφραιμιάδης Αλέξανδρος ? Θηβαίος Ανδρέας ? Καλατζόγλου Βασιλική ? Καμπάνης Γεώργιος Πρόκειται για πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης της κατηγορίας «Δάσος και πολιτισμός». Το πρόγραμμα πραγματοποίησαν 17 μαθητές του ΑΤ1 τμήματος (Α’ τάξη, τεχνολογικός τομέας, 1ο τμήμα) του σχολείου μας υπό την καθοδήγηση των καθηγητριών της τάξης, Ελένης Νικολακάρου, μαθηματικού και Σταυρούλας Παντελοπούλου, καθηγήτριας πληροφορικής. Το τελικό προϊόν του προγράμματος, στο οποίο και συνοψίζονται οι δραστηριότητες που πραγματοποιήθηκαν, είναι ένα παραμύθι σχετικό με το δάσος. Για να παραχθεί αυτό το παραμύθι οι μαθητές διερεύνησαν πηγές στο διαδίκτυο και στα προσωπικά τους αρχεία και αξιοποίησαν την εκπαιδευτική εκδρομή που πραγματοποιήσαμε στα πλαίσια του προγράμματος στην περιοχή των καμένων δασικών εκτάσεων του Αιγίου, υπό την καθοδήγηση των υπευθύνων του ΚΠΕ Ακράτας. Η έρευνα στο διαδίκτυο αρχικά αφορούσε γενικά το δάσος, τα ζώα και πτηνά που ζουν εκεί, τα είδη δένδρων και τα άλλα φυτά που το αποτελούν καθώς και τις ανθρώπινες δραστηριότητες που σχετίζονται με αυτό, άλλες ενισχύοντας και προστατεύοντας το δάσος και άλλες υποβαθμίζοντας και καταστρέφοντάς το. Όταν όμως αποφασίστηκε η βασική δραστηριότητα και εξόρμηση στο πεδίο να αφορά τις καμένες εκτάσεις του Αιγίου και την φυσική αναγέννηση, για το παραμύθι μας αρχίσαμε να συλλέγουμε πληροφορίες εστιασμένες σε αυτά τα θέματα, ώστε να αξιοποιήσουμε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτά που θα μαθαίναμε από τους ανθρώπους του ΚΠΕ Ακράτας. Πράγματι, συλλέξαμε υλικό όχι μόνο για τις πυρκαγιές στο Αίγιο αλλά και για τις άλλες πυρκαγιές του περσινού καλοκαιριού (δυστυχώς ήταν πάμπολλες), ειδικότερα για αυτήν της Πάρνηθας. Μοιραστήκαμε τις πληροφορίες μας και έτσι είχαμε ήδη κάποιες γνώσεις σχετικά με τη συμπεριφορά των διαφόρων ειδών δένδρων σε μια πυρκαγιά καθώς και τις δυνατότητες και τα χαρακτηριστικά της φυσικής αναγέννησης ανάλογα με τη φύση του δάσους που καίγεται αλλά και τις επιπτώσεις της ανθρώπινης επέμβασης σε αυτή. Παρά το ότι γνωρίζαμε ήδη τόσα πράγματα σχετικά, η εμπειρία στο πεδίο ήταν συγκλονιστική. Αλλά και πριν ανεβούμε στο καμένο δάσος, η ενημέρωση που μας έγινε στο ΚΠΕ Ακράτας μας έβαλε στο πνεύμα και μας προετοίμασε για την επαφή με αυτό που τόσο κοινά αποκαλούμε «η δύναμη της φύσης» και που είναι πραγματικά θαυμαστό, τρυφερό και τρομερό συνάμα. Οι μαθητές είδαν από κοντά τη φυσική αναγέννηση, περπάτησαν με προσοχή ανάμεσα στα ξεπεταρούδια, στις ρίζες των καμένων δρυών που ξεπετάγονταν από το χώμα γεννώντας καινούργια δένδρα, ψηλάφισαν με τρυφερότητα τα σημάδια της ζωής στους φαινομενικά καμένους κορμούς και αντίκρισαν με θλίψη και σκεπτικισμό τα σημάδια από την ανθρώπινη άστοχη επέμβαση, της «αναδάσωσης» με φυτά μη κατάλληλα και στη συνέχεια παρατημένα στη μοίρα τους, αλλά και της καταπάτησης μιας έκτασης που είχε οργωθεί ώστε να καλλιεργηθεί από ποιος ξέρει ποιον επιτήδειο. Είδαν τα έργα που είχαν γίνει για την προστασία από την απογύμνωση του εδάφους από τις βροχές και την όποια αποτελεσματικότητά τους. Όταν επιστρέψαμε, στις μέρες συνάντησης της ομάδας που είχαν καθοριστεί, χτίστηκε η ιστορία μας. Αποφασίσαμε για το τι ακριβώς θα θέλαμε το παραμύθι μας να μιλάει και ποιοι θα ήταν οι πρωταγωνιστές του. Το αν θα συμμετείχαμε κι εμείς ή όχι στην ιστορία και τι μηνύματα θα θέλαμε να στείλουμε. Το παραμύθι που σκαρώσαμε έχοντας στο μυαλό μας ότι μάθαμε από την όλη διαδικασία, το παραθέτουμε στη συνέχεια. Αυτό και τα ονόματα των μαθητών και μαθητριών που συμμετείχαν στο πρόγραμμα. Ιδιαίτερα ευχαριστούμε τους συντελεστές του ΚΠΕ Ακράτας για την συνέπειά τους απέναντί μας και την όλη φροντίδα τους πέρα από την εμπεριστατωμένη ενημέρωση στο κέντρο και την εξαιρετική ξενάγηση εν συνεχεία στις καμένες περιοχές. Τέλος, ευχαριστούμε την φιλόλογο του σχολείου μας Αναστασία Αβούρη για την πολύτιμη συμβολή της στο σκάρωμα του παραμυθιού. Χωρίς τις εύστοχες παρατηρήσεις της θα μας ήταν δύσκολο να δώσουμε την σωστή μορφή στις πληροφορίες που αντλήσαμε από τις δραστηριότητές μας εντός και εκτός σχολείου ώστε να τις συνθέσουμε στο παραμύθι που σκαρώσαμε. Το Παραμύθι: "Μια φορά κι έναν καιρό στο δάσος" Είναι κάποια πράγματα που φαίνονται σε μας τους ανθρώπους ακατανόητα. Γι’ αυτό όταν συμβαίνουν διστάζουμε να τα μιλήσουμε με άλλους, μη μας πάρουν για τρελούς. Ευτυχώς που υπάρχουν και τα παραμύθια. Αυτά μπορούν να χωρέσουν ότι περισσεύει για το ανθρώπινο μυαλό… Να λοιπόν το παραμύθι μας βγαλμένο από ένα όνειρο που μυστηριωδώς ονειρευτήκαμε όλοι μαζί, το ίδιο, ναι-ναι, μην κουνάτε το κεφάλι σας και μη μας κοιτάτε έτσι ύποπτα, εκεί που γείραμε λίγο να ξαποστάσουμε μετά την περιήγησή μας στα καμένα δάση του Αιγίου. (Το παραμύθι έχει ήδη ξεκινήσει αν δεν το καταλάβατε…) «Μια φορά κι έναν καιρό» άρχισε ο αρχαιότερος της φυλής των τυφλοπόντικων, «σ’ έναν κόσμο όχι πολύ μακρινό υπήρχε ένα μεγάλο σμαραγδένιο δάσος. Οι κορμοί των δέντρων του ήταν τόσο ψηλοί που, ακόμα κι αν σηκωνόσουν στις άκρες των πίσω ποδαριών σου, δεν μπορούσες να δεις τα τελευταία τους κλαδιά. Τόσο πυκνοί που μόλις για λίγες ώρες της ημέρας περνούσε το φως του ήλιου μέχρι το χώμα. Τόσοι πολλοί που ακόμα κι αν έτρεχες για μια ολόκληρη βδομάδα δε θα έβρισκες την άκρη του. Οι ρίζες των δέντρων συγκρατούσαν τα λασπωμένα χώματα που μετά από μεγάλες βροχές γίνονται επικίνδυνα και για μας και για άλλα ζώα. Συγκρατούσαν όμως και τις πέτρες και δεν τις άφηναν να κατρακυλούν στις πλαγιές. Το χιόνι που έπεφτε το χειμώνα κρατούσε στα φύλλα τους για πολλές μέρες και άφηνε στην γη το χρόνο σιγά-σιγά να απορροφήσει το νερό για να’ χουν οι πηγές νεράκι δροσερό να βγάζουν το καλοκαίρι. Πάνω στον φλοιό τους ζούσαν εκατομμύρια έντομα που τρέφονταν και έτρεφαν το δέντρο. Στις κουφάλες τους και στα μεγάλα κλαδιά ένα σωρό πουλιά φτιάχναν τις φωλιές τους, κλωσσούσαν τ’ αβγά τους και μεγάλωναν τα μικρά τους. Ακόμα κι αυτά που έφευγαν για άλλους τόπους κάθε φθινόπωρο για να γυρίσουν την άνοιξη έβρισκαν έτοιμο ένα σπίτι ή, τουλάχιστον, άφθονα υλικά για να φτιάξουν καινούριο. Εκεί μπορούσες να βρεις τους πιο γλυκούς και ζουμερούς καρπούς? ν’ αδράξεις τον κόπο των μελισσών? ν’ ακούσεις το πολύβουο πλήθος των τζιτζικιών το καλοκαίρι και το μελωδικό τιτίβισμα των σπίνων την άνοιξη. Οι λαγοί έφτιαχναν λαγούμια στις ποδιές τους, οι δρυοκολάπτες τρυπούσαν με τα γερά ράμφη τους τους κούφιους κορμούς, οι σκίουροι αποθήκευαν τη λεία της ημέρας και οι κάμπιες μασούλαγαν νωχελικά τα τρυφερά τους φύλλα. Κάθε δέντρο ήταν διαφορετικό από τ’ άλλα. Υπήρχαν αγέρωχα έλατα, δροσερά πεύκα, πελώριες βελανιδιές, δυνατές οξιές, μελαγχολικά κυπαρίσσια, πλατάνια που οι ρίζες τους χάνονταν στα βάθη του χρόνου. Καθένα τους όμως είχε και τη δική του ιστορία ν’ αφηγηθεί. Οι παλιοί έλεγαν πως μόνο τις πολύ κρύες νύχτες του χειμώνα, όταν ο άνεμος μαστίγωνε ανελέητα τις κορυφές τους, έμπαινε στις τρύπες του κορμιού τους και έπαιρνε λάφυρα απ’ τα κλαδιά τους, μπορούσες ν’ ακούσεις τις πιο πικρές και πονεμένες τους αναμνήσεις. Και στο γλυκό κελάηδημα των αηδονιών τους αφουγκραζόσουν κάθε άνοιξη το όμορφό τους, νοσταλγικό τραγούδι. Έτσι, στο σμαραγδένιο δάσος, περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες, οι εποχές και οι καιροί, τα κρύα και οι χιονιάδες, οι κάψες του καλοκαιριού και τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου. Πότε- πότε, σου διηγούνταν οι πιο γενναίοι απ’ τους μικρούς ενοίκους του, έκαναν την εμφάνισή τους και κάποια άλλα ζώα, παράξενα, όρθια και άτριχα που κουβαλούσαν μαζί τους το σπίτι τους, το’ στηναν στο πι και φι και κατόπιν παρατηρούσαν τα δέντρα και τα πλάσματα του δάσους όχι μόνο με τα μάτια τους, αλλά με κάτι περίεργες μηχανές πού’ καναν τα ζώα εκείνα να φαίνονται ακόμα πιο απόκοσμα. Το βράδυ μαζεύονταν σε κύκλο και άναβαν φωτιά - στο σημείο αυτό οι πιο μικροί τυφλοπόντικες άφησαν επιφωνήματα θαυμασμού και απορίας- και, όχι μόνο δεν τη φοβόντουσαν, αλλά έμοιαζαν σα να τους άρεσε, αφού έβγαζαν όμορφες νότες, όπως οι γρύλοι που αποζητούν το ταίρι τους τα καλοκαιρινά βράδια. Σιγά ? σιγά άρχιζαν να έρχονται όλο και πιο πολλοί. Οι περισσότεροι δε μας ενοχλούσαν. Μόνο, σαν έφευγαν, άφηναν συνήθως πίσω τους πολλά πράγματα, «κονσέρβες» και «σακούλες» τα έλεγαν, άλλοι τα έλεγαν απλά «σκουπίδια». Ίσως δεν τους χρειάζονταν πια, ίσως να είναι και κάτι που συνηθίζουν όταν φεύγουν από κάποιο σπίτι. Μα υπήρχαν κι αυτοί που έμπαιναν στο δάσος με άγριες διαθέσεις. Με ένα τσούρμο τετράποδα φωνακλάδικα ζώα πού’ μοιαζαν με λύκους στη μουσούδα και κάτι μακρουλά, σιδερένια εργαλεία που έφτυναν φωτιά και θόρυβο μεγάλο και μπορούσαν να σκοτώσουν από μπεκάτσα μέχρι αρκούδα…». Βλέποντας ο γέρο- τυφλοπόντικας ότι τα μικρά είχαν ήδη αρχίσει να τρέμουν απ’ το φόβο για τον άγνωστο εκείνο κίνδυνο αποφάσισε να μη συνεχίσει. «Κι ύστερα; Ύστερα παππού τι έγινε το δάσος;» ρώτησε ένα απ’ αυτά μόλις συνήλθε λίγο απ’ το φόβο του. Ο αρχαιότερος των τυφλοπόντικων δεν απάντησε. Αντ’ αυτού έκλεισε τα μάτια, σα να κοιμήθηκε. Το μόνο σημάδι ότι ήταν ακόμα ξύπνιος ήταν μια μεγάλη στάλα δάκρυ που κύλησε αργά- αργά κι έπεσε στο λαγούμι. «Κι ύστερα ήρθε η φωτιά» είπε αργά και σταθερά ο αρχηγός των τυφλοπόντικων της νότιας στοάς. «Από πού; Γιατί; Πώς; Πότε;» άρχισαν να ρωτούν οι μικροί ακροατές. Το σούσουρο αμέσως έπαψε μόλις ακούστηκε η φωνή του γηραιότερου τυφλοπόντικα: «Καλύτερα να τους δείξουμε». Οι αρχηγοί των στοών συμφώνησαν κουνώντας το κεφάλι. Ήταν ώρα να ανέβουν στην επιφάνεια για πρώτη φορά. Το ταξίδια προς το έδαφος έμοιαζε στα τυφλοποντικάκια μαγικό. Πρώτη φορά θα εγκατέλειπαν τη σιγουριά του υγρού αλλά ασφαλούς λαγουμιού τους για να δουν τον «πάνω κόσμο», όπως τον ονόμαζαν οι μεγάλοι. Η διαδικασία αυτή ακολουθείτο εδώ και πολλές γενιές, τόσες που ούτε ο γηραιότερος δεν μπορούσε να απαριθμήσει και σήμαινε την ένταξη των μικρότερων στον κόσμο των ενήλικων τυφλοπόντικων. Τα γέλια και ο ενθουσιασμός κόπηκαν ξαφνικά όταν οι μικροί ταξιδιώτες αντίκρισαν τον πάνω κόσμο για πρώτη φορά. Ήταν αποκαρδιωτικό. Στη θέση του σμαραγδένιου δάσους υπήρχε τώρα μια σκούρα καμένη επιφάνεια που μύριζε έντονα αλλά όχι ευχάριστα. Πού πήγαν τα δέντρα και τα ζώα; Πού ήταν όλα εκείνα τα χρώματα, οι μουσικές και οι γεύσεις που είχαν πλάσει με τη φαντασία τους; Ο αρχηγός της βόρειας στοάς, σα να κατάλαβε την έκπληξή τους και την απορία τους πήρε το λόγο: «Αυτό που βλέπετε είναι μόνο μια ανάμνηση του δάσους που υπήρχε πριν. Μια ιστορία που θα περνάει από γενιά σε γενιά με την ελπίδα ότι η επόμενη ή η μεθεπόμενη θα το αντικρίσει και πάλι όπως ήταν. Μέχρι τότε όμως χρειάζεται να παίρνουμε μαθήματα και από την καταστροφή». «Η φωτιά», συνέχισε ο αρχηγός της δυτικής στοάς, «ήρθε ξαφνικά. Από παντού. Γρήγορη σαν τον άνεμο, σκληρή σαν τη μοίρα. Κανείς δεν ξέρει πώς και γιατί. Κάποια ζώα που επέζησαν είπαν ότι είδαν πολλές εστίες να ξεσπούν ταυτόχρονα. Άλλα ότι τα κουκουνάρια μετέφεραν τις πύρινες φλόγες όταν έσκαγαν. Το θέμα είναι ότι η φωτιά ξεκίνησε. Και όταν ξεκινήσει, δύσκολα τη σταματάς». «Εμείς», πήρε το λόγο ο αρχηγός της ανατολικής στοάς που είχε υποστεί και τις μεγαλύτερες καταστροφές από τις πλημμύρες του προηγούμενου χειμώνα, «κρυφτήκαμε στα λαγούμια μας. Κάποιοι σώθηκαν, κάποιοι όχι. Τα υπόλοιπα ζώα, κυρίως τα μεγάλα ή τα δυσκίνητα είχαν χειρότερη κατάληξη. Οι σκίουροι τρέχοντας πανικόβλητοι διέδιδαν τη φωτιά με τις φλεγόμενες ουρές τους. Τα πουλιά πέταγαν τρομαγμένα αφήνοντας τις φωλιές, τ’ αβγά και τα μικρά τους. Επικρατούσε πανικός. Όλοι έτρεχαν να σωθούν σε κάθε μεριά του δάσους και από κάθε μεριά τους περικύκλωνε η φωτιά. Τότε μάθαμε και τη δύναμη εκείνων των δίποδων παράξενων ζώων που επισκέπτονταν κατά καιρούς το δάσος». «Λέγονται “άνθρωποι”» ακούστηκε μια φωνή από το λαγούμι. Όλοι στράφηκαν να δουν. Ήταν ο γηραιότερος των τυφλοπόντικων που ακολουθούσε την ομάδα από κάποια απόσταση λόγω της περασμένης ηλικίας και της έντονης συγκίνησης. «Και δεν είναι σαν εμάς. Νομίζουν ότι ο κόσμος τους ανήκει. Και ο δικός τους κόσμος και ο δικός μας. Είναι πράγματι αλήθεια ότι έχουν μεγάλη δύναμη. Ακόμα κι αν ενωθούμε με τις στοές όλων των δασών δε θα μπορούσαμε να τους αντιμετωπίσουμε. Το ξέρουν και το ξέρουμε. Όμως εκείνο που δεν καταλαβαίνουν είναι ότι η δύναμη δε βρίσκεται στο να μπορείς να φτιάχνεις φωτιά, αλλά να την ελέγχεις. Και να τη σταματάς όποτε θέλεις. Αυτό ακόμα και οι άνθρωποι δεν μπορούν να το καταφέρουν. Μέρες πάλευαν με τις φλόγες ρίχνοντας λίμνες νερού αλλά η φωτιά έχει δική της βούληση. Κι όταν τελικά κατόρθωσαν να τη σβήσουν, τι έκαναν; Άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους για το ποιος φταίει πιο πολύ για την καταστροφή. Κανείς δεν αναρωτήθηκε ειλικρινά τι είχε κάνει για την προστασία του δάσους και τι για την καταστροφή του. Όλοι ξέχασαν τις φορές που είχαν κάτι πετάξει απρόσεκτα στη γη, κάτι εύφλεκτο από αυτά τα «σκουπίδια» τους. Και δεν είναι μόνο αυτό. Πόσο εύκολα χαιρετούσαν με εγκαρδιότητα ανθρώπους που γνώριζαν ότι και κατά το παρελθόν είχαν εκμεταλλευτεί πυρκαγιές σε δάση για να πλουτίσουν, να αυξήσουν τα εδάφη τους, να καταπατήσουν τα καμένα! Να, το βλέπετε αυτό το οργωμένο κομμάτι; Το ετοιμάζει αυτός που το ξεχώρισε για καλλιέργεια. Σε αυτό το κομμάτι του δάσους δεν θα ξαναφυτρώσει δένδρο… Αλλά μη νομίζετε ότι αυτός θα χάσει τους φίλους και γνωστούς του, ότι θα έχει η συμπεριφορά του καμιά επίπτωση στις σχέσεις του με τους άλλους! Αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Μετά την καταστροφή πίστεψαν ότι μπορούν να φέρουν πίσω τη ζωή. Να τη δημιουργήσουν. Γι’ αυτό και ποδοπάτησαν απρόσεκτα τις περιοχές με τα «νεκρά» δέντρα ξεριζώνοντας κάποια από αυτά χωρίς να ελέγξουν αν οι χυμοί τους εξακολουθούσαν να κυλούν στις φλέβες τους και άρχισαν να φυτεύουν νέα σε όποιες θέσεις αυτοί πίστευαν καλύτερες. Άστοχες κινήσεις για εντυπωσιασμό που όμως έκαναν μεγάλο κακό. Όχι μόνο ανέστειλαν τις προσπάθειες της φύσης για αναγέννηση αλλά και γέμισαν τον τόπο με ακατάλληλα δενδρύλλια που δεν ταιριάζουν στην περιοχή και είναι και αυτά πυρόφυτα, δηλαδή φυτά που ευνοούν τη μετάδοση της φωτιάς. Γιατί πρέπει να ξέρετε, παιδιά μου, ότι ένα πευκοδάσος είναι θέμα χρόνου να καεί. Ακόμα και αν δεν υπάρξει κακόβουλη ανθρώπινη παρέμβαση, ένα πευκοδάσος θα καεί μετά από κάποιες δεκαετίες. Ένας σπινθήρας αρκεί σε κατάλληλες συνθήκες ζέστης και ανέμων για να ξεκινήσει η καταστροφή. Πρέπει λοιπόν να δώσουμε χώρο στις βελανιδιές που κρατήθηκαν ζωντανές μέσα στη γη και άρχισαν από την πρώτη εβδομάδα μετά τη φωτιά να πετάνε καινούργια φύλλα. Υπήρχαν όμως και κάποιοι που θέλουν ειλικρινά να βοηθήσουν. Σ’ αυτούς χρωστούμε ευγνωμοσύνη παιδιά μου. Ακούραστα παρακολουθούν την εξέλιξη των πραγμάτων στο δάσος, ενημερώνουν όποιον μπορούν και, περισσότερο, τους νέους ανθρώπους, τους μαθητές των σχολείων που μας επισκέπτονται. Επιμένουν να λένε την αλήθεια ακόμα και αν μοιάζει ότι δεν υπάρχει κανείς εκεί να την ακούσει». Βλέποντας ότι τα μικρά τυφλοπόντικα είχαν αρχίσει να απελπίζονται αντικρίζοντας το μαυρισμένο τοπίο, ο γηραιότερος άλλαξε τόνο, μαλάκωσε και είπε: «Κοιτάχτε γύρω σας. Τι βλέπετε; Την καταστροφή; Εγώ βλέπω την ελπίδα». Τα μικρά, απορημένα, άρχισαν να ρίχνουν αμήχανες ματιές. «Δείτε εδώ» συνέχισε ο γερο- τυφλοπόντικας δείχνοντας με τη μουσούδα του τον κορμό αυτού που κάποτε θα ήταν μια πανέμορφη δρυς. Και εκεί, μέσα στη στάχτη και στα αποκαΐδια τα τυφλοποντικάκια είδαν να ξεφυτρώνουν μικρά καταπράσινα κλωναράκια. «Τι είναι αυτό παππού;» τόλμησε να ρωτήσει το ένα από αυτά. Ο γηραιότερος των τυφλοπόντικων είπε με τρεμάμενη φωνή: «Τι είναι; Η ζωή! Η ζωή αναβλύζει από παντού, ακόμα και μετά από τη μεγαλύτερη καταστροφή. Έχει ρίζες γερές σ’ αυτή τη γη, όπως και τούτο δω το δεντράκι στο χώμα. Να ξέρετε παιδιά μου ότι δυνατός είναι όποιος βοηθάει τη ζωή να συνεχίσει. Να εξαπλωθεί. Ν’ αποκτήσει ακόμα πιο γερές ρίζες. Γι’ αυτό και το παραμύθι που σας είπα για το σμαραγδένιο δάσος δεν έχει τελειώσει. Όσο εμείς πιστεύουμε σ’ αυτό, το δάσος θα συνεχίσει να υπάρχει. Και θα μας δίνει, με τη σειρά του, ζωή». …ζωή, …δάσος, …τα δένδρα είναι ζωντανά, …το δάσος δεν πέθανε, …αφήστε το δάσος να αναγεννηθεί, …εμπιστευθείτε τη δύναμη και τη σοφία της φύσης… Αρχίσαμε να αναδευόμαστε μουρμουρίζοντας και όταν ξυπνήσαμε και κοιταχτήκαμε ξέραμε ότι είχαμε μοιραστεί μια καταπληκτική εμπειρία. Που να την πεις όμως και ποιος να σε πιστέψει; Εκτός και αν την κάνεις παραμύθι!
"ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ"